- επικρεμάμενος
- bir şey üzerinde aşırı olan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ἐπικρεμάμενος — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp masc nom sg ἐπικρεμά̱μενος , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικρεμώ — (AM ἐπικρεμῶ, άω Α και ἐπικρεμάννυμι) 1. κρεμώ κάτι επάνω από κάποιον 2. μέσ. ἐπικρέμαμαι και ἐπικρεμῶμαι κρεμιέμαι απειλητικά πάνω από κάποιον, επίκειμαι, επαπειλούμαι (α. «επικρέμαται συμφορά» β. «επικρεμάμενος κίνδυνος») αρχ. μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek